πρόσωθεν

πρόσωθεν
πρόσωθεν (cf. πόρσω.)
1 further, beyond οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσωθεν — from afar indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • πόρρωθεν — πρόσωθεν from afar attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσσοθεν — Α επίρρ. (επικ. τ.) βλ. πρόσωθεν …   Dictionary of Greek

  • πόρρωθεν — ΜΑ επίρρ. βλ. πρόσωθεν …   Dictionary of Greek

  • πρόσσοθεν — indeclform (adverb) πρόσωθεν from afar epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”